Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας

Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, πιασμένοι δίπλα δίπλα, τα μάτια χαμηλωμένα, χορεύουν Ποντιακά. Κάποια στιγμή ο Γιωρίκας λέει στον Κωστίκα
 “Κωστίκα, σήκωσον…τους οφθαλμούς σου...
Ο Κωστίκας δε του δίνει  σημασία.
Λίγο αργότερα, ο Γιωρίκας ξαναλέει στον Κωστίκα:
– “Κωστίκα, σήκωσον τους οφθαλμούς σου...

Τι μαθαίνουμε από το σινεμά

Τι μαθαίνουμε από το σινεμά
Ο αρχηγός της αστυνομίας δίνει πάντα 48 ώρες προθεσμία.
Μπορείς να προσγειώσεις ένα τζάμπο αρκεί να σου μιλά κάποιος από κάτω.
Ο άντρας δεν αισθάνεται πόνο απ τις σφαίρες που τρώει παρά μόνο όταν κάποια γκόμενα του πλένει την πληγή.
Το σύστημα εξαερισμού είναι καλή κρυψώνα και σε πάει όπου θες.
Όλες οι βόμβες είναι ωρολογιακές με μεγάλα κόκκινα νούμερα για να ξέρεις πότε θα εκραγούν.
Τα σεντόνια όλα έχουν σχήμα L φθάνουν πάνω απ τα στήθη μιας γυναίκας και μέχρι την μέση του άντρα.
Πάντοτε υπάρχει χώρος να παρκάρεις εκεί που πας.
Όλοι όσοι ξυπνούν από εφιάλτη είναι ιδρωμένοι.

Πάει ο τύπος στο γιατρό…

Πάει ο τύπος στο γιατρό…
-Γιατρέ κάνε κάτι, δε μπορώ να ευχαριστηθώ το σεξ, τελειώνω πολύ γρήγορα.
-Χμ…Πάρε αυτό το πιστόλι…
-Πιστόλι;
-Πιστόλι κρότου είναι, κάθε φορά που θα βλέπεις ότι φτάνεις στο τέλος, θα ρίχνεις μια και απ’ τον κρότο θα φοβάσαι και θα μαγκώνεσαι.
Την άλλη μέρα ο ασθενής παίρνει τηλέφωνο τον γιατρό και του λέει :

Έλληνας μετανάστης

O Κυριάκος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του. Ό,τι έβγαζε, το έκανε κομπόδεμα αλλά ήταν απίστευτα τσιγκούνης και δε χαιρόταν τα χρήματά του.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά και λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του.
– Κούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Κούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα τα χρήματα στην κάσα μαζί του.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε, ο Κυριάκος ήταν ξαπλωμένος στο φέρετρο, η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Κυριάκο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Λίτσα καθόταν δίπλα της.

Κάνε Μαμ και πάμε Άτα

Ένας γεράκος πηγαίνοντας στο σπίτι του καταλαβαίνει πως τον ακολουθεί ο χάρος και τον πλησιάζει όλο και περισσότερο. Τρομαγμένος τρέχει να του κρυφτεί, μπαίνει σε ένα σούπερ μάρκετ, παίρνει ένα καρότσι και κάνει τον πελάτη.
Μετά από κανένα μισάωρο σκέφτεται πως του ξέφυγε και ανακουφισμένος αποφασίζει να πάει να πληρώσει. Πηγαίνοντας στο ταμείο βλέπει τον χάρο να κάνει βόλτες έξω από το σούπερ μάρκετ περιμένοντάς τον.
Παρατάει το καρότσι στο ταμείο και τρέχει να βγει από την πίσω πόρτα.
Αφού έτρεξε όσο τον βαστούσαν τα πόδια του σκέφτηκε να πάει σε ένα μέρος με νεολαία για να μπερδέψει τον χάρο. Μπαίνει σε μία καφετέρια, παραγγέλνει ένα φρέντο καπουτσίνο και πιάνει τη κουβέντα με κάτι φοιτητές. Αφού πέρασε 1 ώρα, νομίζοντας πως ξέφυγε από τον Χάρο πάει να φύγει αλλά τον βλέπει πάλι έξω από την καφετέρια να κόβει βόλτες.

Πουτ@να με ανεβάζει, πουτ@να με κατεβάζει

Η κυρία με εξαιρετικές επιδόσεις στο εξωσυζυγικό σεξ, τελειώνει την εξομολόγηση της, και σηκώνεται από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή της.
-Κυρία μου, της λέει ο γιατρός, πάσχετε από βαρύ επίκτητο μητρομανιακό σύνδρομο, ενισχυμένο από παιδικά τραυματικά αισθήματα ενοχής και αυτοκαταστροφικές τάσεις, που αναπαράγουν την απωθημένη σεξουαλικότητα και επιζητούν την ισορροπία του διαταραγμένου υπερεγώ μέσα από την αναζήτηση του εξωσυζυγικού έρωτα

Το Ιδανικο WC

Η νέα στολή εργασίας και είσαι ''άνετος'' στη δουλειά

Ήτανε μια φορά τρεις φίλοι...

Ήτανε μια φορά τρεις φίλοι ο Αλέξης ο Κώστας και ο Πέτρος ο κεκές
(δηλαδή δεν μπορούσε να τα βγάλει τα λόγια του έξω εύκολα.
Είχαν πάει διακοπές και θα έμεναν σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο.
Πάνε λοιπόν στην reception και αυτή τους δίνει ένα δωμάτιο που βρισκόταν στο 20 πάτωμα.
Τα ασανσέρ ήταν χαλασμένα όποτε έπρεπε να ανεβούν τις σκάλες.
Συμφωνούν λοιπόν να λέει ο καθένας τους μια ιστορία σε κάθε όροφο που ανέβαιναν για να περάσει η ώρα. Λέει ο Αλέξης μια λέει και ο Κώστας φτάνει και η σειρά το Πέτρου:

Τρία άτομα έχουν περπατήσει επάνω στο νερό

Δύο υπάλληλοι σε ένα γραφείο

Είναι δύο υπάλληλοι σε ένα γραφείο και δεν την παλεύουν καθόλου. Ιούλιος μήνας, ζέστη αφόρητη,
πολλή δουλειά , όρεξη μηδέν.
Ο ένας έχει σαλτάρει τελείως και έπειτα από μερικές αποτυχημένες απόπειρες να κερδίσει μια άδεια από το σκληρό αφεντικό, αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα και να εκβιάσει λίγο την κατάσταση.
Πάει λοιπόν και κρεμιέται από το ταβάνι και αρχίζει να βγάζει περίεργους ήχους.
Μπαίνει το αφεντικό στο γραφείο, τον βλέπει, μένει κάγκελο.
- Τι έπαθες ρε; Γιατί κρεμάστηκες από το ταβάνι;