O Κυριάκος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή
του. Ό,τι έβγαζε, το έκανε κομπόδεμα αλλά ήταν απίστευτα τσιγκούνης και
δε χαιρόταν τα χρήματά του.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά και λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του.
– Κούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα
βάλεις στην κάσα. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Κούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν
εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα τα χρήματα στην κάσα
μαζί του.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε, ο Κυριάκος ήταν
ξαπλωμένος στο φέρετρο, η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη
φωνάζοντας «Κυριάκο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Λίτσα
καθόταν δίπλα της.