Ο μικρός Μιχαλάκης στο λεωφορείο

Ο μικρός Μιχαλάκης με τη μαμά του, μπαίνουν στο λεωφορείο, μετά από αναμονή κάποιων λεπτών, ο Μιχαλάκης αρχίζει να γκρινιάζει και να φωνάζει επίμονα:
– Το μπαλάκι μου, το μπαλάκι μου, …, που είναι το μπαλάκι μου, θέλω το μπαλάκι μου…
Αφού κούρασε με την γκρίνια του τους άλλους, αποφάσισε τελικά ο οδηγός να σταματήσει το λεωφορείο για να αρχίσουν όλοι οι επιβάτες να ψάχνουν το μπαλάκι του μικρού.
Τελικά μετά απο αρκετό ψάξιμο έγινε κατανοητό στον μικρό, πως δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί.
Του λέει ο οδηγός:

Πόντιος στο νοσοκομείο

Πάει μια φορά ένας Πόντιος στο νοσοκομείο.
Με το που μπαίνει μέσα πλησιάζει τη ρεσεψιόν κρατώντας μια κουράδα γύρο στο ένα μέτρο μέσα σε ένα γυάλινο βάζο και ρωτάει την κοπέλα εκεί:
Πόντιος: Γεια σας , θα ήθελα να δω έναν οφθαλμίατρο.
Ρεσεψιονίστ: Πρωκτολόγο εννοείτε!
Πόντιος: Όχι δεσποινίς οφθαλμίατρο θέλω να δω.
Ρεσεψιονίστ: Μα κύριε μου από ότι βλέπω το πρόβλημα σας είναι?..
Πόντιος: Κοπέλα μου άσε τα σχόλια και πες μου που είναι ο οφθαλμίατρος.
Ρεσεψιονίστ: Πρώτο πάτωμα, πρώτη πόρτα αριστερά.
Πράγματι ξεκινάει ο Πόντιος ανεβαίνει τις σκάλες, κάνει αριστερά τι να δει!
Γραφείο πρωκτολόγου. «Θα την π*^@ω την καρ@λα» σκέφτεται.
Παίρνει πάλι αγκαζέ τι γυάλα με την κουράδα, και ξαναπάει στην ρεσεψιόν.

Ήταν ένας τραυλός και πάει σε ένα βιβλιοπωλείο

Ήταν ένας τραυλός και πάει σε ένα βιβλιοπωλείο.
- ΘεΘεΘεΘεΘεΘέλω δουδουδουδουδουλλλλλλειά.
- Εντάξει, λέει ο βιβλιοπώλης. Αν πουλήσεις αυτά τα βιβλία σε 3 μέρες θα το σκεφτώ.
Μετά από 3 μέρες πάει ξανά ο τραυλός στο βιβλιοπωλείο.
- Τα πουπουπούλλλλησα!
- Εντάξει, λέει ο βιβλιοπώλης. Αν πουλήσεις αυτά τα 5 βιβλία σε 3 ώρες θα έχεις πάρει την δουλειά.

Και πολύ μεγάλος ψεύτης…

Και πολύ μεγάλος ψεύτης…
Ήταν ένας πάρα πολύ ψεύτης και ως συνήθως ήταν με την παρέα του στην καφετέρια και τους έλεγε ψεύτικες ιστορίες. Αρχίζει και τους λέει:
– Εγώ που λέτε είμαι πολύ μεγάλος κυνηγός. Μια μέρα ήμουν με το όπλο στο δάσος και τι βλέπω;
– Τι βλέπεις; Του λεν οι φίλοι του.
– Ένα τεράστιο ελάφι στα 100 μέτρα. Του ρίχνω μία και το πετυχαίνω αμέσως. Πλησιάζω αλλά ήταν τόσο μεγάλο που δεν μπορούσα να το κουβαλήσω, γι αυτό κόβω το ένα μπούτι, το βάζω στον ώμο και συνεχίζω. Προχωράω και μετά από λίγο τι βλέπω;
– Τι βλέπεις; Τον ρωτούν οι άλλοι.