Ο Γιωρίκας και η Γαλλίδα...
Ο Γιωρίκας και η Γαλλίδα...
Ο Γιωρίκας είναι ένας έμπορος επίπλων και έφτασε στην Γαλλία για επαγγελματικό ταξίδι.
Εκεί στο ξενοδοχείο που διέμενε γνώρισε μια πολύ όμορφη Γαλλίδα.
Όμως το πρόβλημα ήταν ότι αυτός μιλούσε μόνο αγγλικά και η άλλη μόνο γαλλικά ετσι ήταν αδύνατο να συννενοηθούν με τα λόγια.
Έτσι αυτος έβγαλε ένα μπλοκάκι και ένα στυλό και ζωγράφισε ένα ταξί.
Αυτή του χαμογέλασε και πήραν ένα ταξι και πηγαν μια βόλτα σε ένα πάρκο.
Αργότερα ζωγράφισε ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο και ένα ερωτηματικό από δίπλα, αυτή συμφώνησε και έτσι πήγαν και για δείπνο.
Μετά το δείπνο, ζωγράφισε δυο χορευτές και αυτή ενθουσιάστηκε.
Όλο το βράδυ γυρνούσαν στα κλαμπ και όταν ξημερώματα πια γύρισαν στο ξενοδοχείο, η Γαλλίδα του ζήτησε το μπλοκάκι.
Ο Γιωρίκας είναι ένας έμπορος επίπλων και έφτασε στην Γαλλία για επαγγελματικό ταξίδι.
Εκεί στο ξενοδοχείο που διέμενε γνώρισε μια πολύ όμορφη Γαλλίδα.
Όμως το πρόβλημα ήταν ότι αυτός μιλούσε μόνο αγγλικά και η άλλη μόνο γαλλικά ετσι ήταν αδύνατο να συννενοηθούν με τα λόγια.
Έτσι αυτος έβγαλε ένα μπλοκάκι και ένα στυλό και ζωγράφισε ένα ταξί.
Αυτή του χαμογέλασε και πήραν ένα ταξι και πηγαν μια βόλτα σε ένα πάρκο.
Αργότερα ζωγράφισε ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο και ένα ερωτηματικό από δίπλα, αυτή συμφώνησε και έτσι πήγαν και για δείπνο.
Μετά το δείπνο, ζωγράφισε δυο χορευτές και αυτή ενθουσιάστηκε.
Όλο το βράδυ γυρνούσαν στα κλαμπ και όταν ξημερώματα πια γύρισαν στο ξενοδοχείο, η Γαλλίδα του ζήτησε το μπλοκάκι.
Η αδερφή της μέλλουσας συζύγου...
Η αδερφή της μέλλουσας συζύγου...
Ο Αλέξης με την Χριστίνα ετοιμάζονται να παντρευτούν.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα, η 18χρονη αδερφή της Χριστίνας ντύνεται συνέχεια προκλητικά και κοιτάζει λαίμαργα τον Αλέξη.
Κάποια μέρα λοιπόν, ο Αλέξης πάει στο σπίτι της Χριστίνας όπου βρίσκει μόνο την μικρή αδερφή.
H νεαρή του εξομολογείται τον έρωτά της και του λέει πως θέλει να του δοθεί έστω μια φορά πριν παντρευτεί την αδερφή της.
«Ανεβαίνω πάνω και σε περιμένω», του λέει και ενώ ανέβαινε την σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια συμπληρώνει «μην με κάνεις να περιμένω..'.»
ο Αλέξης το σκέφτεται για μια στιγμή.
Ο Αλέξης με την Χριστίνα ετοιμάζονται να παντρευτούν.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα, η 18χρονη αδερφή της Χριστίνας ντύνεται συνέχεια προκλητικά και κοιτάζει λαίμαργα τον Αλέξη.
Κάποια μέρα λοιπόν, ο Αλέξης πάει στο σπίτι της Χριστίνας όπου βρίσκει μόνο την μικρή αδερφή.
H νεαρή του εξομολογείται τον έρωτά της και του λέει πως θέλει να του δοθεί έστω μια φορά πριν παντρευτεί την αδερφή της.
«Ανεβαίνω πάνω και σε περιμένω», του λέει και ενώ ανέβαινε την σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια συμπληρώνει «μην με κάνεις να περιμένω..'.»
ο Αλέξης το σκέφτεται για μια στιγμή.
Η σαρανταποδαρούσα...
Η σαρανταποδαρούσα...
Μπαίνει ένας τύπος σε ένα Pet Shop:
- Γεια σας, θέλω να αγοράσω ένα παράξενο ζώο.
- Έχουμε έναν παπαγάλο που μιλάει ελληνικά, του λέει ο υπάλληλος.
- Ναι, σιγά, αυτό το έχουν όλοι... Εγώ σου λέω θέλω κάτι πολύ παράξενο.
- Εεε, έχουμε και μια σαρανταποδαρούσα που μιλάει ελληνικά(!)
- Σοβαρά μιλάς; Αυτό μάλιστα, είναι παράξενο ζώο, λέει ο τύπος, θα την πάρω.
Την αγοράζει, πάει σπίτι, την βάζει σε μια γυάλα, βάζει νερό, φαγητό, και άλλα διάφορα και πάει και αράζει.
Σε κάποια φάση τον παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος του και κανονίζουν να πάνε για μπίρες. Οπότε εκεί που ετοιμαζόταν ο τύπος, σκέφτεται να δοκιμάσει την «καινούργια αγορά» που έκανε και γυρνάει στην σαρανταποδαρούσα και της λέει:
- Θα πάω για μπίρες, θα 'ρθεις;
Τίποτα η σαρανταποδαρούσα.
Μετά από λίγο, ξανά:
- Θα πάω για μπίρες, θα 'ρθεις;
Ξανά, τίποτα η σαρανταποδαρούσα.
Περνάει λίγη ώρα ακόμα, και της ξαναλέει:
Μπαίνει ένας τύπος σε ένα Pet Shop:
- Γεια σας, θέλω να αγοράσω ένα παράξενο ζώο.
- Έχουμε έναν παπαγάλο που μιλάει ελληνικά, του λέει ο υπάλληλος.
- Ναι, σιγά, αυτό το έχουν όλοι... Εγώ σου λέω θέλω κάτι πολύ παράξενο.
- Εεε, έχουμε και μια σαρανταποδαρούσα που μιλάει ελληνικά(!)
- Σοβαρά μιλάς; Αυτό μάλιστα, είναι παράξενο ζώο, λέει ο τύπος, θα την πάρω.
Την αγοράζει, πάει σπίτι, την βάζει σε μια γυάλα, βάζει νερό, φαγητό, και άλλα διάφορα και πάει και αράζει.
Σε κάποια φάση τον παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος του και κανονίζουν να πάνε για μπίρες. Οπότε εκεί που ετοιμαζόταν ο τύπος, σκέφτεται να δοκιμάσει την «καινούργια αγορά» που έκανε και γυρνάει στην σαρανταποδαρούσα και της λέει:
- Θα πάω για μπίρες, θα 'ρθεις;
Τίποτα η σαρανταποδαρούσα.
Μετά από λίγο, ξανά:
- Θα πάω για μπίρες, θα 'ρθεις;
Ξανά, τίποτα η σαρανταποδαρούσα.
Περνάει λίγη ώρα ακόμα, και της ξαναλέει:
Το μηχάνημα που τα βρίσκει όλα...
Το μηχάνημα που τα βρίσκει όλα...
Κάποιος τύπος βλέπει έναν φίλο του στο δρόμο και του λέει:
- Άσε είμαι χάλια. Έχω φοβερούς πόνους στο δεξί μου αγκώνα. Δεν ξέρω τι είναι. Πρέπει επειγόντως να δω έναν γιατρό.
- Φίλε μου έχω νέα για σένα. Στο φαρμακείο στη γωνία έχει ένα μηχάνημα τρομερό. Με ένα μικρό δείγμα ούρων, μπορεί να σου διαγνώσει οτιδήποτε. Άλλωστε τι έχεις να χάσεις, 10 ευρώ στοιχίζει όλο κι όλο.
- Φίλε μου τι έχω να χάσω. Θα πάω.
- Πάει σπίτι λοιπόν, γεμίζει ένα ουροδοχείο με λίγα ούρα και μια και δυο πάει στο φαρμακείο με το θαυματουργό μηχάνημα. Ρίχνει στην υποδοχή τα ούρα του, βάζει και δέκα ευρώ στην υποδοχή και περιμένει. Σε ένα λεπτό το μηχάνημα αρχίζει να κάνει θορύβους, λαμπάκια αρχίζουν να αναβοσβήνουν και τελικά βγαίνει ένα χαρτάκι που λέει:
«Πάσχεις από tennis elbow, ασθένεια των τενιστών.
Θα πρέπει να ξεκουράσεις το χέρι σου, να κάνεις θερμά λουτρά, να αποφύγεις το σήκωμα βαριών αντικειμένων.
Σε δύο εβδομάδες θα είσαι καλύτερα».
Κάποιος τύπος βλέπει έναν φίλο του στο δρόμο και του λέει:
- Άσε είμαι χάλια. Έχω φοβερούς πόνους στο δεξί μου αγκώνα. Δεν ξέρω τι είναι. Πρέπει επειγόντως να δω έναν γιατρό.
- Φίλε μου έχω νέα για σένα. Στο φαρμακείο στη γωνία έχει ένα μηχάνημα τρομερό. Με ένα μικρό δείγμα ούρων, μπορεί να σου διαγνώσει οτιδήποτε. Άλλωστε τι έχεις να χάσεις, 10 ευρώ στοιχίζει όλο κι όλο.
- Φίλε μου τι έχω να χάσω. Θα πάω.
- Πάει σπίτι λοιπόν, γεμίζει ένα ουροδοχείο με λίγα ούρα και μια και δυο πάει στο φαρμακείο με το θαυματουργό μηχάνημα. Ρίχνει στην υποδοχή τα ούρα του, βάζει και δέκα ευρώ στην υποδοχή και περιμένει. Σε ένα λεπτό το μηχάνημα αρχίζει να κάνει θορύβους, λαμπάκια αρχίζουν να αναβοσβήνουν και τελικά βγαίνει ένα χαρτάκι που λέει:
«Πάσχεις από tennis elbow, ασθένεια των τενιστών.
Θα πρέπει να ξεκουράσεις το χέρι σου, να κάνεις θερμά λουτρά, να αποφύγεις το σήκωμα βαριών αντικειμένων.
Σε δύο εβδομάδες θα είσαι καλύτερα».
Σπουδαστές σε μάθημα ανατομίας.
Οι σπουδαστές του πρώτου έτους της Ιατρικής έκαναν μάθημα ανατομίας
με ένα νεκρό ανθρώπινο σώμα. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το τραπέζι των
χειρουργικών επεμβάσεων με το νεκρό σώμα καλυμμένο με ένα άσπρο σεντόνι.
Ο καθηγητής άρχισε το μάθημα με τα εξής λόγια:
- Στην ιατρική, είναι απαραίτητο να έχετε δυο σημαντικές ιδιότητες ως γιατροί.
Η πρώτη είναι να μην σας αποστρέφει τίποτα που περιλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα.
Παραδείγματος χάριν, αυτό...
Και ενώ ο καθηγητής τράβηξε πίσω το σεντόνι, έβαλε το δάχτυλό του στον πισινό του πτώματος, το τράβηξε και το μετά το έβαλε στο στόμα του.
- Τώρα κάντε το ίδιο πράγμα, είπε στους σπουδαστές του.
Οι σπουδαστές ενώ τα έπαιξαν, δίστασαν για αρκετά λεπτά, αλλά τελικά ξεκίνησαν ένας - ένας με τη σειρά να βάζουν το δάχτυλο στον πισινό του νεκρού σώματος να το τραβούν και μετά να το βάζουν στο στόμα τους.
Όταν τελείωσαν όλοι, ο καθηγητής τους κοίταξε προσεκτικά, και είπε:
Ο καθηγητής άρχισε το μάθημα με τα εξής λόγια:
- Στην ιατρική, είναι απαραίτητο να έχετε δυο σημαντικές ιδιότητες ως γιατροί.
Η πρώτη είναι να μην σας αποστρέφει τίποτα που περιλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα.
Παραδείγματος χάριν, αυτό...
Και ενώ ο καθηγητής τράβηξε πίσω το σεντόνι, έβαλε το δάχτυλό του στον πισινό του πτώματος, το τράβηξε και το μετά το έβαλε στο στόμα του.
- Τώρα κάντε το ίδιο πράγμα, είπε στους σπουδαστές του.
Οι σπουδαστές ενώ τα έπαιξαν, δίστασαν για αρκετά λεπτά, αλλά τελικά ξεκίνησαν ένας - ένας με τη σειρά να βάζουν το δάχτυλο στον πισινό του νεκρού σώματος να το τραβούν και μετά να το βάζουν στο στόμα τους.
Όταν τελείωσαν όλοι, ο καθηγητής τους κοίταξε προσεκτικά, και είπε:
Σ` ένα μικρό φτωχό χωριό...
Σ` ένα μικρό φτωχό χωριό βλέπει ο παπάς πάνω στην συκιά της εκκλησίας
μια μικρή κοπέλα χωρίς εσώρουχα, γύρο στα 13 και την ρωτάει:
- "Τι κάνεις εκεί πάνω παιδί μου;"
- "Τρώω σύκα παπά μου γιατί πεινάω," απαντάει η κοπέλα.
- "Κατέβα κάτω," λέει ο παπάς και της δίνει ένα πεντοχίλιαρο λέγοντας:
- "Πήγαινε παιδί μου και πάρε εσώρουχα να φορέσεις."
Χαρούμενη η κοπέλα πάει σπίτι της και τα λέει όλα στην μητέρα της.
- "Πάω να βγάλω και εγώ ένα πεντοχίλιαρο," λέει η μητέρα της και την άλλη μέρα βγάζει το εσώρουχο της και ανεβαίνει στην συκιά.
Περνάει ο παπάς, σηκώνει το κεφάλι και λέει:
- "Τι κάνεις εκεί πάνω παιδί μου;"
- "Τρώω σύκα παπά μου γιατί πεινάω," απαντάει η κοπέλα.
- "Κατέβα κάτω," λέει ο παπάς και της δίνει ένα πεντοχίλιαρο λέγοντας:
- "Πήγαινε παιδί μου και πάρε εσώρουχα να φορέσεις."
Χαρούμενη η κοπέλα πάει σπίτι της και τα λέει όλα στην μητέρα της.
- "Πάω να βγάλω και εγώ ένα πεντοχίλιαρο," λέει η μητέρα της και την άλλη μέρα βγάζει το εσώρουχο της και ανεβαίνει στην συκιά.
Περνάει ο παπάς, σηκώνει το κεφάλι και λέει:
Παντρεύομαι...
Μια μέρα ο Κώστας μπαίνει μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του και
αναγγέλλει στους γονείς του ενθουσιασμένος το γάμο του με τη Μαρία.
Ο πατέρας του τον παίρνει πιο πέρα και του λέει:
- Αγόρι μου πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι.
Ξέρεις η μητέρα σου κι εγώ είμαστε χρόνια παντρεμένοι, είναι εξαιρετική, την αγαπώ και τη σέβομαι αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική ερωτικά οπότε κατά καιρούς έκανα σχέσεις με άλλες. Σπαράζει η καρδιά μου που στο λέω αλλά η Μαιρούλα είναι ετεροθαλής αδελφή σου και δε γίνεται να την παντρευτείς.
Ο Κώστας πληγώνεται, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται.
Μετά από μήνες αρχίζει να βγαίνει με άλλα κορίτσια και τα πράγματα πηγαίνουν ομαλά μέχρι που ένα βράδυ εισβάλει πάλι στο σαλόνι και γεμάτος χαρά λέει:
- Μαμά, μπαμπά, η Αννούλα κι εγώ παντρευόμαστε.
Πάλι ο πατέρας του τον παίρνει παράμερα και του λέει ότι η Αννούλα είναι αδελφή του και...
Ο νεαρός απελπισμένος περνά άλλη μια κρίση.
Μετά από μέρες ξεσπά και λέει στη μαμά του:
Ο πατέρας του τον παίρνει πιο πέρα και του λέει:
- Αγόρι μου πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι.
Ξέρεις η μητέρα σου κι εγώ είμαστε χρόνια παντρεμένοι, είναι εξαιρετική, την αγαπώ και τη σέβομαι αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική ερωτικά οπότε κατά καιρούς έκανα σχέσεις με άλλες. Σπαράζει η καρδιά μου που στο λέω αλλά η Μαιρούλα είναι ετεροθαλής αδελφή σου και δε γίνεται να την παντρευτείς.
Ο Κώστας πληγώνεται, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται.
Μετά από μήνες αρχίζει να βγαίνει με άλλα κορίτσια και τα πράγματα πηγαίνουν ομαλά μέχρι που ένα βράδυ εισβάλει πάλι στο σαλόνι και γεμάτος χαρά λέει:
- Μαμά, μπαμπά, η Αννούλα κι εγώ παντρευόμαστε.
Πάλι ο πατέρας του τον παίρνει παράμερα και του λέει ότι η Αννούλα είναι αδελφή του και...
Ο νεαρός απελπισμένος περνά άλλη μια κρίση.
Μετά από μέρες ξεσπά και λέει στη μαμά του:
Κυνήγι αρκούδας
Μια φορά ήθελε ένας να πάει να κυνηγήσει αρκούδες, αλλά δεν ήξερε πως.
Πάει στο φίλο του που ήταν κυνηγός να τον ρωτήσει.
"Αρκούδες;", απαντάει αυτός "είναι το πιο εύκολο πράγμα."
"θα πάρεις την καραμπίνα σου, θα την αράξεις έξω από μια σπηλιά και θα φωνάξεις μέσα "ου......", εάν ακούσεις το ίδιο από μέσα, θα ξαναφωνάξεις μέσα δεύτερη φορά.."ου....".
Εάν ξανακούσεις δεύτερη φορά το ίδιο θα ξαναφωνάξεις για τρίτη φορά.
Εάν το ξανακούσεις, άδειασε την καραμπίνα σου μέσα στη σπηλιά και πήγαινε πάρε την αρκούδα.
Θα είναι σίγουρα μέσα."
Αφού πήρε τις πληροφορίες του αυτός φεύγει.
Μετά από μία βδομάδα, μαθαίνει ο φίλος του ο κυνηγός, ότι ο φίλος του βρίσκεται στο νοσοκομείο με σπασμένα χέρια, πόδια, πλευρά κλπ. Έτσι αποφάσισε να πάει να τον δει.
- "Καλά, τι έπαθες;", τον ρωτά.
Πάει στο φίλο του που ήταν κυνηγός να τον ρωτήσει.
"Αρκούδες;", απαντάει αυτός "είναι το πιο εύκολο πράγμα."
"θα πάρεις την καραμπίνα σου, θα την αράξεις έξω από μια σπηλιά και θα φωνάξεις μέσα "ου......", εάν ακούσεις το ίδιο από μέσα, θα ξαναφωνάξεις μέσα δεύτερη φορά.."ου....".
Εάν ξανακούσεις δεύτερη φορά το ίδιο θα ξαναφωνάξεις για τρίτη φορά.
Εάν το ξανακούσεις, άδειασε την καραμπίνα σου μέσα στη σπηλιά και πήγαινε πάρε την αρκούδα.
Θα είναι σίγουρα μέσα."
Αφού πήρε τις πληροφορίες του αυτός φεύγει.
Μετά από μία βδομάδα, μαθαίνει ο φίλος του ο κυνηγός, ότι ο φίλος του βρίσκεται στο νοσοκομείο με σπασμένα χέρια, πόδια, πλευρά κλπ. Έτσι αποφάσισε να πάει να τον δει.
- "Καλά, τι έπαθες;", τον ρωτά.
Σε ένα αεροπλάνο...
Σε ένα αεροπλάνο, αφού έκανε την καθιερωμένη ανακοίνωση ο πιλότος, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο.
Μετά από λίγη ώρα λέει στον άλλο πιλότο:
- Λοιπόν, πάω να χέσω και θα γ...σω μετά την αεροσυνοδό.
Το ακούν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και αρχίζουν τα κρυφόγελα.
Ακούγοντας το και η αεροσυνοδός, αρχίζει να τρέχει, για να τους πει να κλείσουν το μικρόφωνο. Εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω στην τσάντα μιας γριάς.
Μετά από λίγη ώρα λέει στον άλλο πιλότο:
- Λοιπόν, πάω να χέσω και θα γ...σω μετά την αεροσυνοδό.
Το ακούν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και αρχίζουν τα κρυφόγελα.
Ακούγοντας το και η αεροσυνοδός, αρχίζει να τρέχει, για να τους πει να κλείσουν το μικρόφωνο. Εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω στην τσάντα μιας γριάς.
Ανήσυχος ο πατέρας τηλεφωνεί στον οικογενειακό τους γιατρό...
Ανήσυχος ο πατέρας τηλεφωνεί στον οικογενειακό τους γιατρό και του
λέει ότι ο δεκαπεντάχρονος γιος του είχε κάποιο αφροδίσιο νόσημα.
- Λέει ότι δεν είχε σεξ με κανέναν άλλον εκτός απ την οικιακή βοηθό, άρα απ αυτήν πρέπει να κόλλησε λέει ο πατέρας.
- Καλά, μην ανησυχείς, λέει ο γιατρός. Συμβαίνουν αυτά τα πράματα.
- Το ξέρω, γιατρέ, λέει ο πατέρας, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι και εγώ έχω κάνει σεξ με την οικιακή βοηθό. Και, απ ότι φαίνεται, έχω τα ίδια συμπτώματα.
- Ατυχία! σχολίασε ο γιατρός.
- Λέει ότι δεν είχε σεξ με κανέναν άλλον εκτός απ την οικιακή βοηθό, άρα απ αυτήν πρέπει να κόλλησε λέει ο πατέρας.
- Καλά, μην ανησυχείς, λέει ο γιατρός. Συμβαίνουν αυτά τα πράματα.
- Το ξέρω, γιατρέ, λέει ο πατέρας, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι και εγώ έχω κάνει σεξ με την οικιακή βοηθό. Και, απ ότι φαίνεται, έχω τα ίδια συμπτώματα.
- Ατυχία! σχολίασε ο γιατρός.
Ήταν κάποτε μια οικογένεια που είχε μια γάτα και ένα σκύλο.
Ήταν κάποτε μια οικογένεια που είχε μια γάτα και ένα σκύλο.
Ένα το βράδυ όπως πάει να κοιμηθεί το παιδί καληνυχτίζει πρώτα την μητέρα, μετά τον πατέρα, ύστερα την γάτα και μετά λέει και στον σκύλο αντίο!
Το άλλο πρωί ο σκύλος είχε πεθάνει.
Το επόμενο βράδυ πάει πάλι να κοιμηθεί το παιδί και καληνυχτίζει πρώτα την μαμά του, μετά τον μπαμπά του και στο τέλος λέει αντίο στην γάτα.
Το άλλο πρωί η γάτα είχε πεθάνει .
Το ίδιο βράδυ πάει να ξανακοιμηθεί.
Καληνυχτίζει πρώτα την μαμά του και μετά λέει και στον πατέρα λέει αντίο .
Ο πατέρας την κοπανάει από το σπίτι και πάει στο γραφείο του.
Ένα το βράδυ όπως πάει να κοιμηθεί το παιδί καληνυχτίζει πρώτα την μητέρα, μετά τον πατέρα, ύστερα την γάτα και μετά λέει και στον σκύλο αντίο!
Το άλλο πρωί ο σκύλος είχε πεθάνει.
Το επόμενο βράδυ πάει πάλι να κοιμηθεί το παιδί και καληνυχτίζει πρώτα την μαμά του, μετά τον μπαμπά του και στο τέλος λέει αντίο στην γάτα.
Το άλλο πρωί η γάτα είχε πεθάνει .
Το ίδιο βράδυ πάει να ξανακοιμηθεί.
Καληνυχτίζει πρώτα την μαμά του και μετά λέει και στον πατέρα λέει αντίο .
Ο πατέρας την κοπανάει από το σπίτι και πάει στο γραφείο του.
Ήταν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος, ένας Γιαπωνέζος και ένας Πόντιος
Ήταν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος, ένας Γιαπωνέζος και ένας Πόντιος.
Σε κάποια στιγμή λέει ο Γερμανός:
- Εμείς στη Γερμανία φτιάξαμε ένα αυτοκίνητο 32 μέτρα.
- Εμείς, λέει ο Αμερικάνος, φτιάξαμε έναν ουρανοξύστη 1800 πατώματα.
- Εμείς, λέει ο Γιαπωνέζος, φτιάξαμε ένα τρένο που πάει με 1200 χλμ/ώρα.
- Εγώ, λέει ο Πόντιος, έχω έναν φίλο από την Κάτω Τούμπα που την έχει 1.5 μέτρο.
- Σιγά ρε φίλε, του λένε οι άλλοι.
Σε κάποια στιγμή λέει ο Γερμανός:
- Εμείς στη Γερμανία φτιάξαμε ένα αυτοκίνητο 32 μέτρα.
- Εμείς, λέει ο Αμερικάνος, φτιάξαμε έναν ουρανοξύστη 1800 πατώματα.
- Εμείς, λέει ο Γιαπωνέζος, φτιάξαμε ένα τρένο που πάει με 1200 χλμ/ώρα.
- Εγώ, λέει ο Πόντιος, έχω έναν φίλο από την Κάτω Τούμπα που την έχει 1.5 μέτρο.
- Σιγά ρε φίλε, του λένε οι άλλοι.
Επαρχιώτης επιστρέφει απ' την πόλη και διηγείται...
Επαρχιώτης επιστρέφει απ' την πόλη και διηγείται...
..και πάω που λέτε σ' ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέπτες, πράματα. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει. «μανικιούρ;», «μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος.. και με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τα 'κανε τα νύχια...
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη τσούπρα και μου λέει «πεντικιούρ;». Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πως μου τα 'κανε.
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;». Περμανάντ λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
..και πάω που λέτε σ' ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέπτες, πράματα. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει. «μανικιούρ;», «μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος.. και με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τα 'κανε τα νύχια...
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη τσούπρα και μου λέει «πεντικιούρ;». Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πως μου τα 'κανε.
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;». Περμανάντ λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
Ένας νεαρός δούλευε στο τμήμα φρούτων...
Ένας νεαρός δούλευε στο τμήμα φρούτων και λαχανικών μιάς υπεραγοράς.
Έρχεται ένας καλοντυμένος κύριος και του ζητάει μισό μαρούλι.
Ο νεαρός του ζητάει να περιμένει λίγο για να πάει να συμβουλευθεί τον διευθυντή.
Φτάνοντας στο γραφείο, λέει :
- Αφεντικό, είναι ένας μαλάκας που μου ζητάει μισό μαρούλι...
Αλλά δεν είχε καλά-καλά τελειώσει την κουβέντα όταν αντιλαμβάνεται πως ο τύπος τον είχε ακολουθήσει και ήταν πίσω του και τον ακούει, οπότε συνεχίζει:
- ...κι' αυτός ο κύριος εδώ, προσφέρεται να αγοράσει το άλλο μισό.
Το πρόβλημα λύθηκε όμορφα και αργότερα ο διευθυντής καλεί τον νεαρό στο γραφείο.
Έρχεται ένας καλοντυμένος κύριος και του ζητάει μισό μαρούλι.
Ο νεαρός του ζητάει να περιμένει λίγο για να πάει να συμβουλευθεί τον διευθυντή.
Φτάνοντας στο γραφείο, λέει :
- Αφεντικό, είναι ένας μαλάκας που μου ζητάει μισό μαρούλι...
Αλλά δεν είχε καλά-καλά τελειώσει την κουβέντα όταν αντιλαμβάνεται πως ο τύπος τον είχε ακολουθήσει και ήταν πίσω του και τον ακούει, οπότε συνεχίζει:
- ...κι' αυτός ο κύριος εδώ, προσφέρεται να αγοράσει το άλλο μισό.
Το πρόβλημα λύθηκε όμορφα και αργότερα ο διευθυντής καλεί τον νεαρό στο γραφείο.
Ένας Κρητικός, ο Σήφης συμπληρώνει τη φορολογική του δήλωση
Ένας Κρητικός, ο Σήφης, όπως κάθε χρόνο, έχει συμπληρώσει τη
φορολογική του δήλωση και πριν την καταθέσει, την πάει στον κουμπάρο του
το λογιστή για ένα έλεγχο.
Ιδίως φέτος, που λόγω Μνημονίων , έχουν σφίξει τα πράγματα και έχει ένα ψάρωμα παραπάνω!
Ο λογιστής τσεκάρει προφορικά πίνοντας τη ρακή που έχει έρθει στο τραπέζι, κάνοντας τις συνήθεις ερωτήσεις:
Έβαλες το σπίτι;
«Βέβαια», απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες το εξοχικό σπίτι;
«Βέβαια», απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες τις ελιές;
«Βέβαια», ξανα-απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες το κοπέλι που σπουδάζει στην Αθήνα;
«Ε, βέβαια, το κοπέλι θα λησμονούσα ...».
Έβαλες το αγροτικό και το άλλο αμάξι της γυναίκας σου;
«Βέβαια ρε κουμπάρε, όπως κάθε χρόνο!».
Έβαλες τη γκόμενα που έχεις, δηλ. τη γυναίκα του Μανωλιού;
Κάγκελο ο παίχτης... «Τι εννοείς ρε κουμπάρε;», ρωτάει.
Ιδίως φέτος, που λόγω Μνημονίων , έχουν σφίξει τα πράγματα και έχει ένα ψάρωμα παραπάνω!
Ο λογιστής τσεκάρει προφορικά πίνοντας τη ρακή που έχει έρθει στο τραπέζι, κάνοντας τις συνήθεις ερωτήσεις:
Έβαλες το σπίτι;
«Βέβαια», απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες το εξοχικό σπίτι;
«Βέβαια», απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες τις ελιές;
«Βέβαια», ξανα-απαντά ο κουμπάρος.
Έβαλες το κοπέλι που σπουδάζει στην Αθήνα;
«Ε, βέβαια, το κοπέλι θα λησμονούσα ...».
Έβαλες το αγροτικό και το άλλο αμάξι της γυναίκας σου;
«Βέβαια ρε κουμπάρε, όπως κάθε χρόνο!».
Έβαλες τη γκόμενα που έχεις, δηλ. τη γυναίκα του Μανωλιού;
Κάγκελο ο παίχτης... «Τι εννοείς ρε κουμπάρε;», ρωτάει.
Αστυνομική έφοδος σε ένα οίκο ανοχής
Αστυνομική έφοδος σε ένα οίκο ανοχής.
Όλες τις κοπελες από τον οίκο ανοχής , τις βγάζουν έξω στον δρόμο, τις βάζουν στην σειρά, και αρχίζουν τον έλεγχο των στοιχείων τους.
Την ίδια ώρα , από την περιοχή περνούσε μια γιαγιά που αναγνώρισε ανάμεσα στις κοπέλες την ανιψιά της και πήγε προς αυτήν :
- Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ ; Γιατί περιμένεις στην ουρά ;
- Να… , γιαγιά, … ξέρεις, ……. άκουσα ότι θα μοιράσουν δωρεάν πορτοκάλια...
- Αλήθεια αγάπη μου;
Λοιπόν θα κάτσω και εγώ στην σειρά μαζί σου, θα ήθελα να φάω μερικά...
Όλες τις κοπελες από τον οίκο ανοχής , τις βγάζουν έξω στον δρόμο, τις βάζουν στην σειρά, και αρχίζουν τον έλεγχο των στοιχείων τους.
Την ίδια ώρα , από την περιοχή περνούσε μια γιαγιά που αναγνώρισε ανάμεσα στις κοπέλες την ανιψιά της και πήγε προς αυτήν :
- Τι κάνεις κορίτσι μου εδώ ; Γιατί περιμένεις στην ουρά ;
- Να… , γιαγιά, … ξέρεις, ……. άκουσα ότι θα μοιράσουν δωρεάν πορτοκάλια...
- Αλήθεια αγάπη μου;
Λοιπόν θα κάτσω και εγώ στην σειρά μαζί σου, θα ήθελα να φάω μερικά...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)