Σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης Γερμανών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο συνταγματάρχης των Ες-Ες μπαίνει το βράδυ στο κατάλυμα που βρίσκονται 100 κρατούμενοι και τους φέρνει ένα καλάθι με 100 σκουφάκια, εκ των οποίων τα 50 είναι άσπρα και τ' άλλα 50 μαύρα. Επικρατεί απόλυτο σκοτάδι μέσα στο κατάλυμα κι έτσι οι κρατούμενοι δεν μπορούν να δουν τίποτα.
Με το όπλο λοιπόν στο χέρι, τους διατάζει να πάρει ο καθένας τους από το καλάθι ένα σκουφάκι, να το φορέσει στο κεφάλι του (χωρίς να ξέρουν τι χρώμα φορούν) και να στοιχιθούν στην αυλή σε ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ, ο ένας πλάι στον άλλον, ούτως ώστε να βρεθούν στο αριστερό άκρο αυτοί με τα μαύρα σκουφάκια και στο δεξί άκρο αυτοί με τα άσπρα ή το αντίστροφο. Σημειωτέον ότι στο στρατόπεδο δεν υπάρχουν καθόλου ανακλαστικά αντικείμενα ώστε να μπορεί κάποιος να καθρεπτιστεί μέσα σ' αυτά (π.χ. καθρέπτες, λακκούβες με νερό κλπ.), για να δει τι χρώμα σκουφάκι φοράει. Απαγορεύεται να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με οποιονδήποτε τρόπο και επίσης απαγορεύεται να δημιουργήσουν και δεύτερη σειρά.
Σε περίπτωση που δεν θα κατάφερναν να πραγματοποιήσουν την εντολή του (να χωριστούν οι 50 με μαύρα σκουφάκια από τους 50 με άσπρα), θα τους σκότωνε όλους.
Φορούν λοιπόν οι κρατούμενοι τα σκουφάκια τους και βγαίνουν στο προαύλιο, όπου υπήρχε λίγο φως και μπορούσαν να δουν τι χρώμα σκουφάκι φορούσαν οι υπόλοιποι, χωρίς φυσικά να τους το πουν ή να τους κάνουν οποιοδήποτε νόημα. Όταν βγήκε κι ο τελευταίος, ο σαδιστής συνταγματάρχης αντικρίζει με μεγάλη του έκπληξη μία σειρά από 100 κρατούμενους εκ των οποίων οι πρώτοι 50 φορούσαν μαύρα σκουφάκια και οι επόμενοι 50 φορούσαν άσπρα.
Πως κατάφεραν οι κρατούμενοι και μοιράστηκαν μ' αυτόν τον τρόπο;