Ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος δουλεύουν σε μία οικοδομή.
Μόλις χτυπάει το καμπανάκι για κολατσιό βγάζουν ο καθένας το τάπερ του για να φάνε.
Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του λέει:
Οχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο Φρανκφούρτης θα φάω;
Αν κι αύριο έχω το ίδιο φαγητό θα πέσω από την οικοδομή να σκοτωθώ!
Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι που του έφτιαξε η γυναίκα του και λέει:
Οχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα;
Aν αύριο έχω το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την oικοδομή.
Ανοίγει κι ο Πόντιος και βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει:
Οχι ρε γαμώτο πάλι σάντουιτς θα φάω σήμερα;
Αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ!
Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά του έπεσαν και σκοτώθηκαν
Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού κλαιγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου φτιάξω;".
Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή κλαίγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να σου φτιάξω κάτι άλλο;"
Και η γυναίκα του Πόντιου:
"Aχ Γιωρίκα μου γιατί; αχ αντρούλη μου γιατί; γιατί; γιατί; αφού μόνος σου το έφτιαχνες!"
Μόλις χτυπάει το καμπανάκι για κολατσιό βγάζουν ο καθένας το τάπερ του για να φάνε.
Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του λέει:
Οχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο Φρανκφούρτης θα φάω;
Αν κι αύριο έχω το ίδιο φαγητό θα πέσω από την οικοδομή να σκοτωθώ!
Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι που του έφτιαξε η γυναίκα του και λέει:
Οχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα;
Aν αύριο έχω το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την oικοδομή.
Ανοίγει κι ο Πόντιος και βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει:
Οχι ρε γαμώτο πάλι σάντουιτς θα φάω σήμερα;
Αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ!
Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά του έπεσαν και σκοτώθηκαν
Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού κλαιγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου φτιάξω;".
Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή κλαίγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να σου φτιάξω κάτι άλλο;"
Και η γυναίκα του Πόντιου:
"Aχ Γιωρίκα μου γιατί; αχ αντρούλη μου γιατί; γιατί; γιατί; αφού μόνος σου το έφτιαχνες!"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου